προφυλακτικά

προφυλακτικά
προφυλακτικός
prophylactic
neut nom/voc/acc pl
προφυλακτικά̱ , προφυλακτικός
prophylactic
fem nom/voc/acc dual
προφυλακτικά̱ , προφυλακτικός
prophylactic
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προφυλακτικάς — προφυλακτικά̱ς , προφυλακτικός prophylactic fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανοσία — Γενικά σημαίνει την έμφυτη ή επίκτητη ιδιότητα του οργανισμού να μην παρουσιάζει διαταραχές, όταν έρχεται σε επαφή με παθογόνους παράγοντες που κανονικά έχουν βλαβερή επίδραση· ειδικότερα όμως με τον όρο α. εννοείται η κατάσταση κατά την οποία o… …   Dictionary of Greek

  • προφυλακτικός — ή, ό / προφυλακτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και προφυλαχτικός, ή, όν Ν [προφυλάσσω] ο κατάλληλος να προφυλάξει από κάτι, αυτός που λαμβάνεται για προφύλαξη (α. «προφυλακτικά μέτρα» β. «προφυλακτικὸν ἰοβόλων», Διοσκ. γ. «προφυλακτικὴ ζώνη», Γαλ.) νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

  • εμβολιασμός — Διαδικασία ενοφθαλμισμού λοιμώδους νόσου στον οργανισμό, μέσω εισαγωγής εμβολίων στο σώμα, με σκοπό να ανοσοποιηθεί ενεργητικά, δηλαδή μέσω της παραγωγής αντισωμάτων. Τα εμβόλια χρησιμοποιούνται τόσο για την πρόληψη (προφυλακτικά εμβόλια) όσο και …   Dictionary of Greek

  • εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …   Dictionary of Greek

  • ASININUS Lac — ad faciem nitidiorem redeendam olim adhibitum. Lini enim delcatos, vel ad candorem nitoremque cutis conciliandum, vel, ne cito barbati essent, certum, Sueton. de Othone c. 12. narrat, faciem quottidie pane madidô linere consuetum etc. Martial. l …   Hofmann J. Lexicon universale

  • COLORATI Etrusci — apud Martialem, de Muliere, l. 10. Epigr. 68. v. 3. Deque coloratis numquam lita mater Etruscis; Salmasio sunt ἡλιόκαυσοι, sole adusti: quod ne fieret, medicamina delicatiores adhibebant, ςθερινὰ προφυλακτικὰ προσώπων, Auctoribus τῶ κομμωτικῶν… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • OBLINERE os — apud Plautum, Argum. Epid. v. 5. quod proprie iis convenit, qui non faciei partem de consueto more liniebant, sed os totum. Lini enim moris erat delicatos olim, vel ad candorem nitoremque cutis conciliandum, vel ne cito barbati essent. Sic Sueton …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έρπης — Ιογενής πάθηση του δέρματος και των βλεννογόνων, που χαρακτηρίζεται από φυσαλιδώδες εξάνθημα. Διακρίνεται στον απλό έ. και στον έ. ζωστήρα. Ο απλός έ. είναι ιδιαίτερα συχνή νόσος, που προσβάλλει κατά προτίμηση τις περιοχές γύρω από το στόμα, τη… …   Dictionary of Greek

  • αφύλαχτος — η, ο (AM ἀφύλακτος, ον) [φυλάσσω] αυτός που δεν φυλάγεται ή δεν φρουρείται, απροφύλαχτος αρχ. 1. (για φρουρούς) αυτός που είναι εκτός φρουράς 2. το ουδ. ως ουσ. έλλειψη προφύλαξης 3. (για πράγματα) αυτό εναντίον του οποίου δεν λαμβάνονται ή δεν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”